- She was so extremely stingy that she often ate food way past its sell-by date. On one occasion she got poisoning from expired prawns
- In order to save money, she took a bus day ticket, went into town, loaded herself with groceries from the open market, came home, dumped the bags, got on the bus again, went to the big supermarket and returned with another load of groceries
- the above visits happened on Fridays, because that's when said supermarket had loads of 'reduced' items-hence the expired stuff
- she bought food for 8 people from the market (5 pineapples for a pound, 3 melons for 50p, that kind of thing). As it was impossible for any human being to consume so much food in a week, most of it lay rotten in the fridge or in the fruit basket
- she refused to pay with a card at the supermarket, because "the black man at the checkout may memorise my card number". Her words, not mine.
- She was paid for a 9-5 job at the lab, but she woke up at 6, went for a swim, started work at 7 and came home at 7. 12 hours. She also went weekends. She slept at 8.
- So that she wouldn't spend money, she made a pot of coffee in the morning, put it in a plastic container, and re-heated it in the microwave at work
- She would have a tub of double cream on its own as dessert. (I suspect she thought it was some kind of yoghurt)
- When the boyfriend came for the weekend, after dinner she'd order him to their room for a 15-minute sex session after dinner. She then slept and he sat with us to watch TV. He liked Van Damme films. We didn't.
- On Sunday mornings she woke up, filled up a huge pot full of dry chick-peas and water, put it on the fire and then went back to bed. The chickpeas needed a good 2 hours of boiling. She did this so the boyfriend could take some boiled chick peas back with him. He also carried his dirty clothes with him on the train so she'd wash them for him.
- Although she lived with us for more than 2 years, she never got used to the idea of having a cat in the house. He constantly startled her, and she reacted like this.
- She ate so much pre-prepared food that she often blocked the toilet with her stools. She then spent hours locked up in the loo, hopelessly trying to unblock the toilet with bleach and huffing at it. She never used the toilet brush. When I told her that she could, she was offended.
- She often tried to burn us down by forgetting the stove on.
- A colleague of hers broke up with her boyfriend. Juana thought that she was a slut because she'd had an ex-boyfriend-in her mind, you're only supposed to have the one, marry him and have his babies.
Monday, 22 March 2010
Nutters I have known #1: the Basque
Saturday, 6 March 2010
The dream of the spherical goddess
Ever since I hurt my ankle and gave up football, 18 months ago, I have been wanting nothing more than to kick a ball. It's as if my heart defies what the body knows: I've hurt both ankles twice. Last time it took me over a month to walk, and I can still feel that my ankle is weak, probably permanently. But I sometimes go to bed and the moment I close my eyes I make that killer pass from right-back all the way to the winger. It can't be helped. I've been playing the game ever since I can remember. Some of my first memories are of the World Cup of 1978, with that fantastic poster. I remember my dad going to the coffee house to watch games with the other men in Ayia Phyla, that's about it.
Wednesday, 3 March 2010
Πηλά τζιαι ρόφκια (μέρος Β')
(συνέχεια από το Α')
Άμαν τζιαι εφκήκεν ο ήλιος για τα καλά, τζιαι η φύση γυρόν τους ήταν πιον όξυπνη, εσηκωστήκαν σιγά-σιγά τζιαι εμπήκαν πιο μέσα στο περβόλιν. Ερέξαν που μες τα δεντρά ως την άλλην άκραν του περβολιού, εγυρίσαν τζιαι αρκέψαν να παρπατούν που μες το περβόλιν, φακκώντας παλαμάκια, σφυρίζοντας τζιαι πετάσσοντας μέσα-μέσα καμιάν πέτραν ποτζιεί-ποδά για να φαράσουν τα πουλιά να πετήσουν προς τες ελιές που είχαν στημένα τα βερκά τους. Την ίδιαν ώραν, είχαν τζιαι τον νουν τους άμπα τζιαι δουν τίποτε που εμπορούσαν να παίξουν με τα λάστιχα τους. Ο Αγγελής είδεν έναν αμπελοπούλλιν πας το κλωνίν μιας ελιάς. Εσημάθκιασεν με το λάστιχον τζιαι ξαπόλησεν το αλλά εν το κούτσιησεν. Έφερεν το λάστιχο στο στόμαν του, έφτυσεν μέσα αλλό έναν βούκκον σκάγια τζιαι εσυνέχισεν με το φάραμαν.
Άμαν εφτάσαν πάλαι στο τέλος του περβολιού, τζιαμαί που εκάθουνταν πριν, εκάτσαν πάλαι πουκάστην τερατσιάν τζιαι αννοίξαν τες τσέντες τους. «Ελπίζω να έφερες κανέναν χαλλούμιν ποτζιείνα της μάνας σου» είπεν ο Παράσκος του Αγγελή. «Ακατάγνωτα, εν κάμνουμεν δίχα του» επολοήθηκεν του ο Αγγελής. Έφκαλεν που την τσένταν του το χαλλούμιν, λλίες ελιές, κανέναν-θκυό αγγουράκια τζιαι λλίον ψουμίν φρέσκον που έψησεν η στετέ του, ούλλα τυλιμένα σε μιαν μαντηλιάν της κουζίνας. Ο Παράσκος έφερεν τζιαι 2-3 αυκά βραστά τζιαι εμπουκκώσαν κάθοντας πουκάστην τερατσιάν, θωρώντας τον ουρανόν τζιαι παρατηρώντας τα πουλλούθκια. Ένας κουρκουτάς εθώρεν τους με περιέργειαν που μιαν τρύπαν στον κορμόν της τερατσιάς. Είδαν έναν μπουλούκκιν μαυρόπουλλους να πετούν ψηλά, προς τον νότον. Αχ τζιαι να πιάνναν κανέναν που τζιείνους, ήταν όμορφα πουλιά τζιαι το κελάηδημαν τους ήταν πολλά γλυτζιήν. Αλλά είχαν άλλα πουλιά να πιάσουν προς το παρόν.
Εποσπαστήκαν που το μπούκκωμαν, εσυνάξαν τα πράματα τους τζιαι αρκέψαν να παρπατούν προσεχτικά προς τες ελιές τους. Που μακρά εμπορούσαν να δουν ότι είχαν πιαστεί λλία πουλλούθκια, αλλά εκοντέψαν σιγά-σιγά άμπα τζιαι φαράσουν άλλα που ήταν κόμα μες τα δεντρά. Ο Παράσκος είδεν μιαν τζίηκλαν πιασμένην πας σ’εναν βερκίν τζιαι εβούρησεν να την πιάσει άμπα τζιαι καταφέρει τα τζιαι φύει. Εφκήκαν πας τα δεντρά τους τζιαι εσυνάξαν γλήορα ότι επιάσαν: αμπελοπούλια, κοτσιηνολαίμηες, μούγιους, κοτσιηνονούρες, δακκαννούρες. Ο Αγγελής έβαλεν ούλλα τα πουλλούθκια που ετρώαν σπόρους μες το κλουβούιν του: κανέναν-θκυό ζαρτηλούθκια, έναν τσακρίν τζιαι θκυό κουτσομουττούθκια. Ότι έτρωεν σπόρους εκρατούσαν το για το κλουβίν, τζιαι κάποια ήταν πολλά πολύτιμα για την ομορκιάν τους τζιαι το κελάηδημαν τους, όπως τα ζαρτήλια τζιαι τα κουτσομουττούθκια. Τα άλλα πουλλούθκια επνίαν τα, τζιείνα ήταν να καταλήξουν στο τραπέζιν.
Εστραφήκαν πίσω στην τερατσιάν τους να πνάσουν. Αφήκαν το κλουβούιν με τα ζωντανά πουλιά πουκάστες ελιές για να φέρουν άλλα με το κελάηδημαν τους. Εκάτσαν λλίην ώραν τζιαμαί αλλά εβαρεθήκαν να κάθουνται ύστερα που λλίον. Ο Παράσκος ήβρεν έναν ττενεκκούιν αγιωμένον τζιαι εκούμπησεν το χαμαί, μπροστά που την τερατσιάν. Ο Αγγελής μεμιάς εκατάλαβεν το παιχνίδιν. Εσταθήκαν τζιαι οι θκυό λλία μέτρα που το δεντρόν τζιαι αρκέψαν να το σημαθκιάζουν με πέτρες μέστα λάστιχα τους. Μετά που θκυο-τρείς απόπειρες, εκούτσιησεν το ο Αγγελής. Το ττενεκκούιν έκαμεν έναν κούφκιον ήχον τζιαι πετάχτηκεν κανέναν μέτρον πιο τζιει. Εξαναστήσαν το τζιαι αρκέψαν ξανά π’αρκής. Ούλλα ήταν τσιάττισμαν για λλόου τους.
Μετά που λλίην ώραν, είπαν να ξαναπάν στα βερκά τους. Αρκέψαν να παρπατούν προς τα δεντρά σιγά-σιγά, αλλά η ησυχία εταράχτηκεν που την τσιριλιάν του Παράσκου που έδειχνεν με το δάχτυλον προς τες ελιές: «Μαυρότζιηκλα, μαυρότζιηκλα!» Ο Αγγελής εξαπόλησεν ότι εβάσταν τζιαιμαί που ήταν τζιαι αντάκωσεν του βούρου, φτάνοντας στο δεντρόν μετά που εκουτσούφλησεν τζι έππεσεν μες το φρεσκοκαμωμένον χωράφιν. Εφκήκεν γλήορα πας το δεντρόν τζιαι έφτασεν πας το κλωνίν που ήταν πιασμένον το πουλλίν. Έπιασεν το απαλά-απαλά με το δεξίν του, κρατώντας το βερκίν με τ’αριστερόν, ξικολλώντας το σιγά-σιγά να μεν του χαλάσει τα φτερά του. Εβάσταν το σαννα τζιαι ήταν το πιο εύθραυστο κομμάτιν πορσελάνη στον κόσμον. Ένιωθεν την καρκιάν του να χτυπά γλήορα τζιαι δυνατά. Εκατέβηκεν σιγά σιγά που το δεντρόν, κρατώντας προσεκτικά το πουλλίν. Αγαπούσαν πολλά τες μαυρότζιηκλες, γιατί εν επιάνναν συχνά τζιαι εκελαηδούσαν πολλά όμορφα. Εκαθάρισεν την κόλλαν που τα ποούθκια της με λλίον νερόν τζιαι έβαλεν την μες το κλουβίν.
Σιγά-σιγά ήρτεν η ώρα να συνάξουν τα βερκά τους τζιαι να παν έσσω. Τα πουλλούθκια μες το κλουβίν εθέλαν σάσμαν. Αρκέψαν το σύναμαν, με την αντίθετη πορείαν που εκάμαν το πρωίν. Εσυνάαν, ετυλίαν τζιαι εβάλλαν τες μάτσες μιαν-μιαν μες τες κουκκουρκές τους. Άμαν ο Παράσκος ήταν πας τη δεύτερην του ελιάν, άκουσεν έναν φτερούγισμαν βαρετόν πουπάνω του τζιαι είδεν την νοσσιάν νου γερατζιού να κάμνει κατά το δεντρόν στο τέλος της σειράς. Είδεν το τζιαι ο Αγγελής. Αρκέψαν να φωνάζουν πέρκι φοηθεί τζιαι φύει αλλά τίποτε. Το γεράτζιν έσσιησεν τζιαι έκατσεν πας σ’έναν βερκίν που ήταν πιασμένος ένας μούγιος. Άρπαξεν το πουλλίν τζιαι πέτησεν, παίρνοντας τζιαι το βερκίν μιτά του.
Εσυνάξαν τα πράματα τους, εχτός που το χασημιόν βερκίν του Παράσκου, τζιαι εσαστήκαν να στραφούν έσσω. Ήταν μετά το μεσομέριν τζιαι αρκέψαν να πεινούν. Ο Παράσκος εφιλοσόφησεν το πράμαν: «Ε, νομίζω το γεράτζιην εκέρτησεν τον μούγιον, παίζει τζιαι τζιείνον το ίδιον παιγνίν με μας». «Ναι, μεν έσιεις παράπονον. Ρίζει περίτου που λλόου μας πας τα πετούμενα τ’ουρανού», απάντησεν ο Αγγελής. Περπατώντας προς το περβόλιν με την τερατσιάν, οι μιτσιοί εσταματήσαν τζιαι συνάξαν λλία ρόφκια. Εκάτσαν πουκάτω που την τερατσιάν τους, εκόψαν τα, εγλύψαν το ζουμίν που έτρεξεν μες τα σιέρκα τους, τζιαι εφάν τα λαίμαργα. Θέλεις ήταν η ώρα, η πείνα τους, ο ήλιος που έλαμπεν μεσοούρανα, τζιείντα ρόφκια ήταν τα καλλύττερα που εφάν.
(φώτο δαμαί)