(συνέχεια από το Α')
Άμαν τζιαι εφκήκεν ο ήλιος για τα καλά, τζιαι η φύση γυρόν τους ήταν πιον όξυπνη, εσηκωστήκαν σιγά-σιγά τζιαι εμπήκαν πιο μέσα στο περβόλιν. Ερέξαν που μες τα δεντρά ως την άλλην άκραν του περβολιού, εγυρίσαν τζιαι αρκέψαν να παρπατούν που μες το περβόλιν, φακκώντας παλαμάκια, σφυρίζοντας τζιαι πετάσσοντας μέσα-μέσα καμιάν πέτραν ποτζιεί-ποδά για να φαράσουν τα πουλιά να πετήσουν προς τες ελιές που είχαν στημένα τα βερκά τους. Την ίδιαν ώραν, είχαν τζιαι τον νουν τους άμπα τζιαι δουν τίποτε που εμπορούσαν να παίξουν με τα λάστιχα τους. Ο Αγγελής είδεν έναν αμπελοπούλλιν πας το κλωνίν μιας ελιάς. Εσημάθκιασεν με το λάστιχον τζιαι ξαπόλησεν το αλλά εν το κούτσιησεν. Έφερεν το λάστιχο στο στόμαν του, έφτυσεν μέσα αλλό έναν βούκκον σκάγια τζιαι εσυνέχισεν με το φάραμαν.
Άμαν εφτάσαν πάλαι στο τέλος του περβολιού, τζιαμαί που εκάθουνταν πριν, εκάτσαν πάλαι πουκάστην τερατσιάν τζιαι αννοίξαν τες τσέντες τους. «Ελπίζω να έφερες κανέναν χαλλούμιν ποτζιείνα της μάνας σου» είπεν ο Παράσκος του Αγγελή. «Ακατάγνωτα, εν κάμνουμεν δίχα του» επολοήθηκεν του ο Αγγελής. Έφκαλεν που την τσένταν του το χαλλούμιν, λλίες ελιές, κανέναν-θκυό αγγουράκια τζιαι λλίον ψουμίν φρέσκον που έψησεν η στετέ του, ούλλα τυλιμένα σε μιαν μαντηλιάν της κουζίνας. Ο Παράσκος έφερεν τζιαι 2-3 αυκά βραστά τζιαι εμπουκκώσαν κάθοντας πουκάστην τερατσιάν, θωρώντας τον ουρανόν τζιαι παρατηρώντας τα πουλλούθκια. Ένας κουρκουτάς εθώρεν τους με περιέργειαν που μιαν τρύπαν στον κορμόν της τερατσιάς. Είδαν έναν μπουλούκκιν μαυρόπουλλους να πετούν ψηλά, προς τον νότον. Αχ τζιαι να πιάνναν κανέναν που τζιείνους, ήταν όμορφα πουλιά τζιαι το κελάηδημαν τους ήταν πολλά γλυτζιήν. Αλλά είχαν άλλα πουλιά να πιάσουν προς το παρόν.
Εποσπαστήκαν που το μπούκκωμαν, εσυνάξαν τα πράματα τους τζιαι αρκέψαν να παρπατούν προσεχτικά προς τες ελιές τους. Που μακρά εμπορούσαν να δουν ότι είχαν πιαστεί λλία πουλλούθκια, αλλά εκοντέψαν σιγά-σιγά άμπα τζιαι φαράσουν άλλα που ήταν κόμα μες τα δεντρά. Ο Παράσκος είδεν μιαν τζίηκλαν πιασμένην πας σ’εναν βερκίν τζιαι εβούρησεν να την πιάσει άμπα τζιαι καταφέρει τα τζιαι φύει. Εφκήκαν πας τα δεντρά τους τζιαι εσυνάξαν γλήορα ότι επιάσαν: αμπελοπούλια, κοτσιηνολαίμηες, μούγιους, κοτσιηνονούρες, δακκαννούρες. Ο Αγγελής έβαλεν ούλλα τα πουλλούθκια που ετρώαν σπόρους μες το κλουβούιν του: κανέναν-θκυό ζαρτηλούθκια, έναν τσακρίν τζιαι θκυό κουτσομουττούθκια. Ότι έτρωεν σπόρους εκρατούσαν το για το κλουβίν, τζιαι κάποια ήταν πολλά πολύτιμα για την ομορκιάν τους τζιαι το κελάηδημαν τους, όπως τα ζαρτήλια τζιαι τα κουτσομουττούθκια. Τα άλλα πουλλούθκια επνίαν τα, τζιείνα ήταν να καταλήξουν στο τραπέζιν.
Εστραφήκαν πίσω στην τερατσιάν τους να πνάσουν. Αφήκαν το κλουβούιν με τα ζωντανά πουλιά πουκάστες ελιές για να φέρουν άλλα με το κελάηδημαν τους. Εκάτσαν λλίην ώραν τζιαμαί αλλά εβαρεθήκαν να κάθουνται ύστερα που λλίον. Ο Παράσκος ήβρεν έναν ττενεκκούιν αγιωμένον τζιαι εκούμπησεν το χαμαί, μπροστά που την τερατσιάν. Ο Αγγελής μεμιάς εκατάλαβεν το παιχνίδιν. Εσταθήκαν τζιαι οι θκυό λλία μέτρα που το δεντρόν τζιαι αρκέψαν να το σημαθκιάζουν με πέτρες μέστα λάστιχα τους. Μετά που θκυο-τρείς απόπειρες, εκούτσιησεν το ο Αγγελής. Το ττενεκκούιν έκαμεν έναν κούφκιον ήχον τζιαι πετάχτηκεν κανέναν μέτρον πιο τζιει. Εξαναστήσαν το τζιαι αρκέψαν ξανά π’αρκής. Ούλλα ήταν τσιάττισμαν για λλόου τους.
Μετά που λλίην ώραν, είπαν να ξαναπάν στα βερκά τους. Αρκέψαν να παρπατούν προς τα δεντρά σιγά-σιγά, αλλά η ησυχία εταράχτηκεν που την τσιριλιάν του Παράσκου που έδειχνεν με το δάχτυλον προς τες ελιές: «Μαυρότζιηκλα, μαυρότζιηκλα!» Ο Αγγελής εξαπόλησεν ότι εβάσταν τζιαιμαί που ήταν τζιαι αντάκωσεν του βούρου, φτάνοντας στο δεντρόν μετά που εκουτσούφλησεν τζι έππεσεν μες το φρεσκοκαμωμένον χωράφιν. Εφκήκεν γλήορα πας το δεντρόν τζιαι έφτασεν πας το κλωνίν που ήταν πιασμένον το πουλλίν. Έπιασεν το απαλά-απαλά με το δεξίν του, κρατώντας το βερκίν με τ’αριστερόν, ξικολλώντας το σιγά-σιγά να μεν του χαλάσει τα φτερά του. Εβάσταν το σαννα τζιαι ήταν το πιο εύθραυστο κομμάτιν πορσελάνη στον κόσμον. Ένιωθεν την καρκιάν του να χτυπά γλήορα τζιαι δυνατά. Εκατέβηκεν σιγά σιγά που το δεντρόν, κρατώντας προσεκτικά το πουλλίν. Αγαπούσαν πολλά τες μαυρότζιηκλες, γιατί εν επιάνναν συχνά τζιαι εκελαηδούσαν πολλά όμορφα. Εκαθάρισεν την κόλλαν που τα ποούθκια της με λλίον νερόν τζιαι έβαλεν την μες το κλουβίν.
Σιγά-σιγά ήρτεν η ώρα να συνάξουν τα βερκά τους τζιαι να παν έσσω. Τα πουλλούθκια μες το κλουβίν εθέλαν σάσμαν. Αρκέψαν το σύναμαν, με την αντίθετη πορείαν που εκάμαν το πρωίν. Εσυνάαν, ετυλίαν τζιαι εβάλλαν τες μάτσες μιαν-μιαν μες τες κουκκουρκές τους. Άμαν ο Παράσκος ήταν πας τη δεύτερην του ελιάν, άκουσεν έναν φτερούγισμαν βαρετόν πουπάνω του τζιαι είδεν την νοσσιάν νου γερατζιού να κάμνει κατά το δεντρόν στο τέλος της σειράς. Είδεν το τζιαι ο Αγγελής. Αρκέψαν να φωνάζουν πέρκι φοηθεί τζιαι φύει αλλά τίποτε. Το γεράτζιν έσσιησεν τζιαι έκατσεν πας σ’έναν βερκίν που ήταν πιασμένος ένας μούγιος. Άρπαξεν το πουλλίν τζιαι πέτησεν, παίρνοντας τζιαι το βερκίν μιτά του.
Εσυνάξαν τα πράματα τους, εχτός που το χασημιόν βερκίν του Παράσκου, τζιαι εσαστήκαν να στραφούν έσσω. Ήταν μετά το μεσομέριν τζιαι αρκέψαν να πεινούν. Ο Παράσκος εφιλοσόφησεν το πράμαν: «Ε, νομίζω το γεράτζιην εκέρτησεν τον μούγιον, παίζει τζιαι τζιείνον το ίδιον παιγνίν με μας». «Ναι, μεν έσιεις παράπονον. Ρίζει περίτου που λλόου μας πας τα πετούμενα τ’ουρανού», απάντησεν ο Αγγελής. Περπατώντας προς το περβόλιν με την τερατσιάν, οι μιτσιοί εσταματήσαν τζιαι συνάξαν λλία ρόφκια. Εκάτσαν πουκάτω που την τερατσιάν τους, εκόψαν τα, εγλύψαν το ζουμίν που έτρεξεν μες τα σιέρκα τους, τζιαι εφάν τα λαίμαργα. Θέλεις ήταν η ώρα, η πείνα τους, ο ήλιος που έλαμπεν μεσοούρανα, τζιείντα ρόφκια ήταν τα καλλύττερα που εφάν.
(φώτο δαμαί)
3 comments:
Επιτέλους η συνέχεια... Είχες δίκαιο πάντως... "μιλά" καλύτερα στα κυπριακά...
Επιτέλους η συνέχεια... Είχες δίκαιο πάντως... "μιλά" καλύτερα στα κυπριακά...
Νομίζω ότι τούτη η γλώσσα περιγράφει πιο καλά το τοπίο, εν δικό της στο κάτω κάτω...
Post a Comment