(Translation of mud and pomegranates part I)
Ο Αγγελής επετάχτηκεν που την καρκόλα άξιππα, σάννα τζιαι θώρεν όρομαν. Εκοίταξεν το ξυπνητήριν. Η ώρα εν ήταν ακόμα τρεισήμισυ το πρωί. Το ξυπνητήριν ήταν να παίξει η ώρα τέσσερις αλλά που την ανυπομονησίαν του ένωσεν πιο πριν τζιαι ξύπνησεν. Οι Κυριακές ήταν οι καλλύττερες μέρες-έν είχεν σκολείον τζιαι εμπορούσεν να κάμει ότι έθελεν, συνήθως να παίξει μάππαν ή να πάει τζυνήιν. Εσηκώστηκεν, εφόρησεν την παλιάν στολήν του τζιυρού του που τον τζιαιρόν που ήταν έφεδρος, έναν πράσινον παλλιοτρικόν με τρύπες, κλάτσες χοντρές. Ήπιεν στα γλήορα έναν ποτήριν γάλαν, βλέποντας πόξω που το παράθυρον. Ήταν ακόμα πισσούριν. Εφόρησεν τον σάκκον του, τες ποΐνες του, άρπαξεν την τσένταν του τζιαι εγύρισεν το κλειδίν τζιαι έφκηκεν έξω μες τον ψόφον του πρωινού.
Έμπηκεν μες την παράγκαν τζιαι μετά που λλίον έφκηκεν με την κουκκουρκάν του τζιαι έναν κλουβούιν στο σιέριν. Εκρέμμασεν την κουκκουρκάν πας τον ώμον του τζιαι ίσιωσεν κατά την άλλην μερκάν της γειτονιάς να εύρει τον φίλον του τον Παράσκον. Ο Παράσκος ακόμα εν ήταν τζιαμαί, μάλλον ήταν ναν στην ώραν του-εν θα επετάχτηκεν που την καρκόλα του νωρίς όπως έκαμεν τζιείνος. Έκατσεν πας το σιμιντιρούιν τζιαι είδεν γυρόν-γυρόν. Η γειτονιά ήταν ακόμα αμίλητη, ακίνητη. Τα περίτου φώτα ήταν σβηστά, εχτός που κανέναν-θκυο, τζιείνων των άτυχων που έπρεπεν να σηκωστούν νωρίς να παν δουλειάν. Έκατσεν τζιαμαί τζιαι απορρόφησεν το παγωμένον πρωίν του Οχτώβρη, τα τελευταία της αστρόλουστης νύχτας, την γλυτζειάν μυρωθκιάν του γιασεμιού. Αγάπαν πολλά τζιείντην εποχήν, που το καλοτζιαίριν ακόμα εποκράτεν, αλλά άρκεφκεν ο σιειμώνας σιγά-σιγά να κοντέφκει, σαν νοικάρης ανυπόμονος να μπεί στο σπίτιν.
Ήταν χαμένος μες τες σκέψεις του τζιαι η φωνή του Παράσκου αντελόσσιασεν τον. «Ίνταμπου ρε Αγγελή; Ονειρέφκεσαι πάλαι; Εν θα πιάμεν τίποτε έτσι!» «Έσιει ώρες που σε καρτερώ ρε αμπάλατε», επολοήθην ο Αγγελής, προσπαθώντας να ξυπνήσει που τες σκέψεις του. Ο Παράσκος εκουβάλαν την δικήν του κουκκουρκάν, έτοιμος τζιαι σε μεγάλα κκέφκια. Εφύαν που τον κύριον δρόμον τζιαι επιάσαν έναν μονοπατούιν που επήαιννεν προς τα χωράφκια. Το πισσούριν εκατάπιεν τους, αλλά εξέραν πολλά καλά που επηαίνναν. Τζιείντην στράταν εκάμαν την πολλές φορές τζιαι εξέραν την με τα μμάθκια κλειστά. Εσυνεχίσαν να πειράζουν ο ένας τον άλλον για κάμποσην ώραν, όμως τα παιχνίθκια τους σιγά σιγά ελλιάναν τζιαι εσσιέπασεν τα τζιαι τζιείνα η νύχτα αφήννοντας τους μόνους τους με τες σκέψεις τους. Ήταν έναν όμορφον πρωίν, ο αέρας ήταν γλυτζιής τζιαι ήταν χαρούμενοι.
Σιγά σιγά ερέξαν που τα πηλωμένα μονοπάθκια προς το τέλος του χωρκού που επηαίνναν συνήθως για τζυνήιν. Εφτάσαν στο περβολούιν του Μάστρε Κογκολή με τες αρχαίες ελιές, τόσον παλιές που εν εκάμναν πιον ελιές. Είχαν συγκεκριμένα δεντρά για τα βερκά τους, ο καθένας τα δικά του-τζιαμαί τα εβάλλαν κάθε φορά τζιαι εξέραν τα κλωνίν-κλωνίν. Τα δεντρά ήταν πανάρχαια, με κορμούς κούφκιους, σαν να τζιαι ήταν κάμαρες σε σπίτιν, τζιαι τζιειμέσα επαίζαν χωστόν τζιαι πόλεμον με τους φίλους τους. Κάποτε ο Μάστρε Κογκολής άφηννεν την μούλαν του διμμένην πας το δεντρόν, τζιαι επαίζαν τζιαι μιτά της τους κκάουμποϋς.
Τζιείντο πρωίν έν είχεν με μούλαν με Κογκολήν. Τα κοπέλλια εκινούνταν όσον γλήορα εμπορούσαν μέσα που τα ολοκότσιηνα πυλά. Επήαν ο καθένας στα δεντρά του. Ο Αγγελής έφκαλεν μιαν μάτσαν βερκά που την κουκκουρκάν τζιαι έβαλεν την πας σ’εναν κλωνίν στο πρώτον δεντρόν. Εφκήκεν σβέλτα πας το δεντρόν, με τες ποΐνες του να γλιάζουν πας τον αρχαίον κορμόν. Άμαν έφκηκεν τζιαι επάταν καλά, άρπαξεν την μάτσαν τζιαι έβαλεν την νάκραν του πρώτου βερκού στο στόμαν του, εκράταν την μάτσαν με το αριστερόν σιέριν τζιαι έκοψεν το βερκίν με το μασιαίριν που εβάσταν στο δεξίν, κόφκωντας προς τα έξω. Έστησεν το βερκίν σε έναν άννοιμαν των κλωνιών, να το θωρούν καλά τα πουλιά. Έστησεν ούλλην την μάτσαν τζιαι εκατέβηκεν, εφκήκεν το διπλανόν δεντρόν, τζιαι το πάραδιπλα ώσπου η κουκκουρκά εφκαίρωσεν. Έξι δεντρά, έξι μάτσες βερκά. Έβαλεν τα δαχτύλλια του μες το στόμαν τζιαι σφύρισεν κατά την μερκάν του Παράσκου. Ο Παράσκος εσφύρισεν τζιαι τζιείνος που την άλλην μερκάν του περβολιού. Ο Παράσκος έν εφτύχαν πολλά, έτσι που ήταν τζιαι λλίον σγούρτουλλος, τζιαι ο Αγγελής ετάνισεν του για να ποσπαστούν. Άψε-σβήσε εποσπάσαν τζιαι την κουκκουρκά του Παράσκου.
Εσυνάξαν ούλλα τους τα πράματα τζιαι αρκέψαν να περπατούν γλήορα, μακρυά που το περβολούιν, κατά την μερκάν νου άλλου καμιάν εκατοστήν μέτρα μακρυά. Έπρεπεν να ποσπαστούν τζιαι ναν μακρυά που τα βερκά πριν το χάραμαν, τζιαι ήδη άρκεψεν να φαίνεται ο ορίζοντας ολοκότσιηνος στην ανατολήν να μοιράζει την νύχταν στα θκυό. Εφτάσαν στο περβολούιν του Καννή τζιαι εκάτσαν χαμαί, με τη ράσιην τους να πνάζει πας τον κορμόν μιας τερατσιάς. Εν είχαν τίποτε να κάμουν εχτός που να περιμένουν. Εγείραν πας τον κορμόν τζιαι εκαμμίσαν αλλά η κρυάδα εξύπνησεν τους. Τα πρώτα πουλλούθκια αρκέψαν κελάηδημαν, τζιαι η πρωινή χορωδία άρκεψεν πρόβες.
(συνεχίζεται)